- δηλητηρίαση
- Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους.
Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία παρουσιάζεται ύστερα από εφάπαξ χορήγηση δηλητηριώδους ουσίας, ενώ η χρόνια προκαλείται από συσσώρευση του δηλητηρίου στον οργανισμό, ύστερα από επανειλημμένες απορροφήσεις μικρών ποσοτήτων. Εκτός από αυτές υπάρχουν και οι όψιμες δ., στις οποίες τα ενοχλήματα εμφανίζονται αρκετό χρόνο μετά την απορρόφηση του δηλητηρίου, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στα άτομα που η εργασία τους σχετίζεται με την επεξεργασία μολύβδου. Πρακτικά, κάθε διαλυτή ουσία, αν ληφθεί σε υπερβολική ποσότητα, μπορεί να είναι δηλητηριώδης. Έτσι, ορισμένες ουσίες απαραίτητες για τη ζωή, όπως τα μεταλλικά άλατα και το νερό, αν ληφθούν σε μεγάλη ποσότητα, μπορεί να προκαλέσουν ακόμα και θάνατο. Είναι γνωστό ότι στην Κίνα, κατά τους αρχαίους χρόνους, ένας συνηθισμένος τρόπος αυτοκτονίας ήταν η βρώση υπερβολικής ποσότητας μαγειρικού αλατιού. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι οργανισμοί εμφανίζουν ιδιαίτερη ευαισθησία σε ορισμένες δηλητηριώδεις ουσίες, σε βαθμό που πολύ μικρές ποσότητες από αυτές μπορεί να προκαλούν πολύ βλαβερά αποτελέσματα. Αντίθετα, είναι δυνατόν να εθιστεί κάποιος σε ορισμένα δηλητήρια, αν αυτά λαμβάνονται συνεχώς σε μικρές δόσεις, που όμως αυξάνονται προοδευτικά: αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να συμβεί με το αρσενικό, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Η δ. μπορεί συνηθέστερα να προκληθεί από επαφή, από δάγκωμα, με βρώση ή με την εισπνοή. Εξάλλου, μπορεί να οφείλεται σε ατύχημα ή εγκληματική ενέργεια. Μεγάλος αριθμός δ. αποδίδεται σε εντομοκτόνα, φάρμακα, απορρυπαντικά, καλλυντικά ή νικοτίνη και πολύ συχνά αφορά παιδικά ατυχήματα. Η υπέρβαση της ιατρικά συστημένης δόσης φαρμάκου είναι αιτία δ., ιδίως σε άτομα με νεφρική ανεπάρκεια ή σε συνέργεια με άλλες ουσίες, όπως το αλκοόλ. Μορφή δ. αποτελεί και η τροφική δηλητηρίαση, λόγω βρώσης τοξίνης που υπάρχει φυσιολογικά στην τροφή (μανιτάρια, μύδια κλπ.) ή λόγω κατανάλωσης τροφής μολυσμένης από μικρόβιο ή ιό (E.coli, σταφυλόκοκκος, σαλμονέλα, σιγκέλα κλπ.). Η πρώτη μορφή εμπίπτει στη γενικότερη κατηγορία των δ. και έχει ανάλογη συμπτωματολογία και σοβαρότητα. Η δεύτερη οδηγεί σε γαστρεντερική νόσο που συνήθως υποχωρεί σε λίγες ημέρες. Η θεραπευτική της αντιμετώπιση επιτυγχάνεται με την πρόληψη της αφυδάτωσης και, αν η κατάσταση επιμένει, με τη χορήγηση αντιβίωσης. Στην πρόληψη συμβάλλει σημαντικά η σωστή συντήρηση, το επαρκές μαγείρεμα των τροφών και η προσωπική υγιεινή των ατόμων που συμμετέχουν στην παρασκευή και στην κατανάλωση της τροφής.
Σε ό,τι αφορά το σημείο εκλεκτικής δράσης των δηλητηρίων, ορισμένα έχουν καθολική δράση, με την έννοια ότι κανένας οργανικός ιστός δεν μένει αδιάφορος στη δράση τους (βρώμιο, αρσενικό, κ.ά.)· άλλα ασκούν την τοξική τους δράση μόνο σε ορισμένους ιστούς ή διαταράσσοντας ορισμένες λειτουργίες. Έτσι, για παράδειγμα, η στρυχνίνη ασκεί τοξική δράση στον νωτιαίο μυελό. Πάντως, είτε άμεσα είτε έμμεσα, το νευρικό σύστημα είναι εκείνο που προσβάλλεται συχνότερα και κατά τρόπο αποφασιστικό από τη δηλητηριώδη ουσία.
Η συμπτωματολογία των δ. ποικίλλει, υπάρχουν όμως ορισμένα κοινά συμπτώματα όπως η ναυτία, ο εμετός, η διάρροια, οι παραισθήσεις, το παραλήρημα, οι σπασμοί, το κώμα. Επειδή, ωστόσο, τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται και σε άλλες παθήσεις, η διάγνωση είναι δυσχερής. Γι’ αυτό θα πρέπει να ερευνάται αν στο περιβάλλον υπάρχουν δηλητήρια, αν τα συμπτώματα παρουσιάστηκαν απότομα ύστερα από λήψη τροφής ή φαρμάκου σε άτομο υγιές προηγουμένως ή αν και άλλα άτομα παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα σε
μικρό χρονικό διάστημα, όπως συνήθως συμβαίνει σε περίπτωση δ. από αλλοιωμένες τροφές. Η διάγνωση της δ. μπορεί να διευκολυνθεί επίσης από την εμφάνιση συμπτωμάτων, χαρακτηριστικών ενός ορισμένου δηλητηρίου. Η μορφίνη, για παράδειγμα, προκαλεί συστολή της κόρης του ματιού, ενώ η ατροπίνη τη διαστέλλει.
Οι ουσίες που ανταγωνίζονται τη δράση των δηλητηρίων καλούνται αντίδοτα. Τα χημικά αντίδοτα μεταβάλλουν τη φυσική κατάσταση ή τη χημική σύνθεση των δηλητηρίων, με συνέπεια να τα καθιστούν αβλαβή, ενώ τα φυσιολογικά αντίδοτα προκαλούν φυσιολογικά φαινόμενα, αντίθετα από εκείνα που προκαλούν τα δηλητήρια. Υπάρχουν και γενικά αντίδοτα που ανταγωνίζονται μια ολόκληρη ομάδα τοξικών παραγόντων. H τανίνη που περιέχεται στο τσάι, για παράδειγμα, σχηματίζει αδιάλυτα παράγωγα (συνεπώς αβλαβή) με πολλά μέταλλα, αλκαλοειδή και γλυκοζίτες. Οι πρωτεΐνες, που περιέχονται στο ασπράδι του αβγού ή στο γάλα, κατακαθίζουν το μεγαλύτερο μέρος των δηλητηριωδών μετάλλων καθώς και ορισμένες οργανικές ουσίες, βλαβερές για τον οργανισμό.
Η πλύση στομάχου σε περίπτωση δ. ύστερα από βρώση δηλητηριωδών ουσιών παραμένει, πάντως, ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την αποβολή του δηλητηρίου. Εκτός από αυτό, πρέπει πάντα να προκαλείται διέγερση ή καταστολή, ανάλογα με τις διάφορες περιπτώσεις, εκείνων των λειτουργιών του οργανισμού, όπως της καρδιάς, των νεύρων, των νεφρών κ.ά., τις οποίες η δ. έχει διαταράξει.
Η δ. που προκαλείται από πρόθεση σε ανθρώπους και ζώα, καθώς και σε πηγές, φρέατα, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερών και τρόφιμα, τιμωρείται από τον νόμο. Δηλητήριο θεωρείται κάθε ουσία που μπορεί να προκαλέσει θάνατο ή βλάβη της υγείας, όταν εισαχθεί στον οργανισμό. Για την εξακρίβωση του είδους της ύλης και τον χαρακτηρισμό του ως δηλητηρίου, το δικαστήριο συνήθως ζητά τη βοήθεια ειδικών.
* * *και δηλητηρίασις, η1. η εισαγωγή δηλητηρίου σε ζωντανό οργανισμό, η θανάτωση με δηλητήριο («στον ασθενή παρατηρήθηκαν συμπτώματα δηλητηριάσεως»)2. η πάθηση τού οργανισμού, οι οργανικές ανωμαλίες που προξενούνται από τοξικές δηλητηριώδεις ουσίες3. (για πράγματα, κυρίως φαγώσιμα) ο εμποτισμός τους με δηλητηριώδη ουσία («η δηλητηρίαση τού νερού»)4. η πρώτη τών αξιών τής συνειδήσεως, η ψυχική διαστροφή που προξενείται από φθοροποιές, κατά κάποιο τρόπο δηλητηριώδεις, ιδέες, θεωρίες, νουθεσίες («η δηλητηρίαση τών μαζών από την προπαγάνδα»)5. η πρόκληση ψυχικής οδύνης σε κάποιον με λόγια ή έργα («η δηλητηρίαση τής φιλίας τους»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλητηριάζω. Η λ., στον λόγιο τ. δηλητηρίασις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αλ. Σταμάδο].
Dictionary of Greek. 2013.